- ἐπιτήδευμα
- ἐπιτήδευμαpursuitneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ … Dictionary of Greek
επιτήδευμα — το, ατος 1. βιοποριστικό έργο, επάγγελμα. 2. ο φόρος που πληρώνουν οι επιτηδευματίες (οι επαγγελματίες): Πάω να πληρώσω το επιτήδευμά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοὐπιτήδευμα — ἐπιτήδευμα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευμάτων — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύμασι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύμασιν — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματα — ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματος — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματ' — ἐπιτηδεύματα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδεύματι , ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg ἐπιτηδεύματε , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)